- αποκορυφώνω
- -ωσα, -ώθηκα, -ωμένος, φέρνω κάτι στην κορφή, στο ανώτατο σημείο, στο έπακρο: Ο ενθουσιασμός του συγκεντρωμένου κόσμου αποκορυφώθηκε, όταν εμφανίστηκε ο αρχηγός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.