αποκορυφώνω

αποκορυφώνω
-ωσα, -ώθηκα, -ωμένος, φέρνω κάτι στην κορφή, στο ανώτατο σημείο, στο έπακρο: Ο ενθουσιασμός του συγκεντρωμένου κόσμου αποκορυφώθηκε, όταν εμφανίστηκε ο αρχηγός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αποκορυφώνω — αποκορυφώνω, αποκορύφωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”